- δικύκλου
- δίκυκλοςtwo-wheeledmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
σούζα — η, και σούζο, το, Ν 1. στάση τετράποδου ζώου κατά την οποία αυτό στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του 2. φρ. α) «στέκομαι σούζα» μτφ. υπακούω σε κάποιον τυφλά, δουλικά β) «κάνω σούζα» (για οδηγό δικύκλου) σηκώνω το δίκυκλο ενώ το οδηγώ και… … Dictionary of Greek